ορθοποδώ

ορθοποδώ
(ε) αμετ.
1) стоять; вставать на ноги; 2) перен. оправиться, вставать на ноги (после разорения, войны и т. п.); 3) преуспевать, процветать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ορθοποδώ" в других словарях:

  • ορθοποδώ — ορθοποδώ, ορθοπόδησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ορθοποδώ — (ΑΜ ὀρθοποδῶ, έω) [ορθόπους] νεοελλ. 1. στέκομαι όρθιος στα πόδια μου ή σηκώνομαι και παίρνω όρθια στάση, στέκομαι στο πόδι 2. μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, αποκαθίσταμαι, ευδοκιμώ μσν. αρχ. βαδίζω κατευθείαν, προς τα εμπρός αρχ. μτφ. ακολουθώ τον… …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδώ — ορθοπόδησα 1. παίρνω στάση όρθια, στέκομαι, σηκώνομαι στα πόδια. 2. μτφ., βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, ευημερώ, προκόβω, πάω καλά: Πρέπει η γεωργία μας να ορθοποδήσει γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθοποδῶ — ὀρθοποδέω walk straight pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρθοποδέω walk straight pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθοποδίζω — (Μ ὀρθοποδίζω) ορθοποδώ, περπατώ κατευθείαν μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοποδῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδητώ — ὀρθοποδητῶ, έω (Μ) ορθοποδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοποδῶ, κατά τα ρ. σε ητῶ (πρβλ. ακιν ητώ, κοσμ ητώ)] …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδία — ὀρθοποδία, ἡ (Α) [ορθοποδώ] το να βαδίζει κάποιος προς τα εμπρός, κατευθείαν …   Dictionary of Greek

  • ορθοπόδησις — ὀρθοπόδησις, ἡ (Μ) [ορθοποδώ] 1. το να βαδίζει κανείς κατευθείαν 2. μτφ. ορθή συμπεριφορά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»